Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Αθαν. Γ. Τριανταφύλλου
Καθηγητής ΤΕΙΔΜ
Οι πρόσφατες δηλώσεις – προσωπικές απόψεις του προέδρου της Διοικούσας Επιτροπής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας κ. Μανωλόπουλου
για το μέλλον ουσιαστικά του ιδρύματος στην περιοχή, τροφοδότησαν μία συζήτηση, που κάθε άλλο παρά εκτός χρόνου, κατά τη γνώμη μας, μπορεί να χαρακτηριστεί. Το ερέθισμα δόθηκε και παλαιότερα, στη συνέχεια σχετικής αναλυτικής πρότασης του κ. Γρυσπολάκη, Πρύτανη του Πολυτεχνείου Κρήτης, για το χωροταξικό επανασχεδιασμό των Πανεπιστημίων, που κατατέθηκε στην σύνοδο των Πρυτάνεων τον Απρίλιο του 2010 και είδε το φως της δημοσιότητας στην περιοχή μας.
Ένα κοινό στοιχείο και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι σε τοπικό επίπεδο, αντιμετωπίστηκαν περισσότερο με καχυποψία ως προς τα «συμφέροντα» ή τις «σκοπιμότητες» που εξυπηρετούν, λιγότερο δε ως προς την ουσία τους. Στην περίπτωση δε του προέδρου της ΔΕ, πυροδότησαν  αντιδράσεις των φοιτητών και των δυο τμημάτων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, που προχώρησαν σε κατάληψη των δυο κτιρίων του Πανεπιστημίου.
Ποια όμως είναι η τάση σήμερα στην Ευρώπη, ποια η κατάσταση στη χώρα μας και ποια στη Δυτική Μακεδονία;
Στην Ευρώπη, αυξάνονται οι περιπτώσεις, για να μην κουράζουμε με αριθμούς γνωστούς άλλωστε από δημοσιεύματα, συγχωνεύσεων και διοικητικών συνενώσεων Πανεπιστημίων. Στη χώρα μας, αντίθετα, μια χώρα με πληθυσμό 11 εκατομμυρίων, υπάρχουν 24 Πανεπιστήμια, διάσπαρτα σε 36 διαφορετικές πόλεις και κωμοπόλεις, και 16 ΤΕΙ κατακερματισμένα σε πάνω από 40 σημεία, ήτοι συνολικά 40 δημόσια Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (AEI).
Στη Δ. Μακεδονία, ως γνωστό, λειτουργούν δύο ΑΕΙ:
  • Το ΤΕΙΔΜ, ως ΑΕΙ από το 2001, (Ν. 2916/2001 περί 'Διάρθρωσης της ανώτατης εκπαίδευσης), με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς τη δυναμική του για την ακαδημαϊκότητα του χώρου, με αφετηρία το έτος 1976 και χρονολογία σταθμό το 1983 (Ν. 1404/83), ήτοι μία 35χρονη συνολικά πορεία. Διαθέτει σήμερα υποδομές, σύγχρονα εργαστήρια και εξοπλισμό, και ως ένα βαθμό αριθμητικά προσωπικό, ικανά (τηρουμένων κάποιων αναλογιών), να ανταποκριθούν και να εκπαιδεύσουν, κρίσιμο αριθμό φοιτητών, προσδιοριζόμενο με ακαδημαϊκά και όχι τα γνωστά αριθμητικά μονοδιάστατα «αναπτυξιακά» κριτήρια. Αυτό, πολύ περισσότερο, μετά από τις αναγκαίες συγχωνεύσεις – καταργήσεις τμημάτων, τις οποίες το ίδρυμα πρέπει άμεσα να δρομολογήσει.
  • Το Πανεπιστήμιο ΔΜ, νεοπαγές, μόλις πριν επτά χρόνια (στις 28 Ιουλίου 2003) έγινε σε «πανηγυρική ατμόσφαιρα η εγκατάσταση της Διοικούσας Επιτροπής» (από τις εφημερίδες της περιόδου). Αντιμετωπίζει, καθομολογία των φοιτητών του (ψήφισμα φοιτητών, 3.12.2010, δημοσιευμένο), προβλήματα «της παντελούς έλλειψης εργαστηρίων και των ακατάλληλων για ακαδημαϊκή χρήση κτιρίων (αποθήκες super market- πολυκατοικία)» και «το Πανεπιστήμιο μας αντιμετωπίζει πρόβλημα βιωσιμότητας, καθώς ο προϋπολογισμός μας έχει μειωθεί κατά 30% το φετινό ακαδημαϊκό έτος. Μάλιστα ο προϋπολογισμός αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω τα επόμενα έτη, κάτι που προφανώς θέτει σε κίνδυνο αυτή καθʼ αυτή την ύπαρξη του Πανεπιστημίου»(6/12/2010).   Υπάρχουν αλληλοεπικαλυπτόμενα με το ΤΕΙ γνωστικά και ερευνητικά αντικείμενα στον πολυτεχνικό τομέα (στον οποίο εστιάζεται η ένταση), τα οποία, μαζί τα υπόλοιπα, καλείται κατά καιρούς διπλά (μία για τα ΤΕΙ και μία για το Πανεπιστήμιο) να στηρίξει το ΠΕΠ, το ΕΑΠ, το ΕΣΠΑ και ο ανύπαρκτος πλέον σήμερα κρατικός προϋπολογισμός.  
Με τη δεδομένη λοιπόν σήμερα οικονομική κατάσταση στη χώρας μας, την ανάγκη για τη βέλτιστη πολλαπλασιαστική αξιοποίηση των πόρων, τις ανάγκες της αγοράς εργασίας σε αποφοίτους ΑΕΙ και βέβαια την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, σωστά τίθεται το ερώτημα: Είναι βιώσιμη και ανταποδοτική η λειτουργία δύο ΑΕΙ στη Δυτική Μακεδονία;
Με βάση τα προηγούμενα, συμφωνώ στην πρόταση για ύπαρξη ενός ΑΕΙ στη Δυτική Μακεδονία. Ενός ΑΕΙ, που να μπορεί αριθμητικά να σταθεί στα πόδια του άμεσα, όχι αόριστα σε βάθος χρόνου, που θα έχει δηλαδή την κρίσιμη μάζα σπουδαστών και καθηγητών, που θα μπορεί να αξιοποιεί αθροιστικά πλέον, και όχι δια δύο, τους όποιους πολύ περιορισμένους σήμερα πόρους, θα διαμορφώσει και θα πληροί κριτήρια ποιότητας στην παρεχόμενη εκπαίδευση και έρευνα, θα είναι ανταγωνιστικό σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, θα είναι τελικά βιώσιμο και ελκυστικό, ώστε να αποτελεί στοιχείο αναφορά της ΠΔΜ και να ανταποκρίνεται στις τωρινές και μελλοντικές ανάγκες της περιοχής και της χώρας μας.
Οι αντικειμενικές προϋποθέσεις ανταπόκρισης σε μια τέτοια εξέλιξη - επιβαλλόμενη προσαρμογή στη σημερινή πραγματικότητα, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, υπάρχουν στο ΤΕΙΔΜ, μέσα από τη μετεξέλιξη του σε πανεπιστήμιο. Μία μετεξέλιξη που θα δρομολογηθεί με αδιαμφισβήτητα ακαδημαϊκά κριτήρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι εύκολο να υπάρξει αποδεκτή πρόταση, αν πολλοί από μας (ΤΕΙ, Πανεπιστήμιο κλπ) έχουμε στο μυαλό μας ως προαπαιτούμενο την προσωπική μας τύχη στο πλαίσιο της νέας πραγματικότητας, και όχι το κοινό συμφέρον.    
Σε μια τέτοια εξέλιξη, οι σχολές είναι λίγο έως πολύ προσδιορισμένες. Για την Πολυτεχνική Σχολή ειδικότερα, που αποτελεί και το σημείο της έντασης, αξιοποιώντας τα σημερινά δεδομένα είναι αυτονόητη η συγκρότηση της άμεσα από γνωστικές περιοχές Μηχανολογίας, Ηλεκτρολογίας, Μηχανικών Περιβάλλοντος (γνωστικά αντικείμενα δηλαδή και εργαστηριακές υποδομές που καλύπτει σε σημαντικό βαθμό σήμερα η Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών του ΤΕΙΔΜ) και Μηχανικών Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών. Η Σχολή μπορεί να λειτουργήσει άμεσα, χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό, αντιθέτως μάλιστα. Υπόλοιπες σχολές, πλέον αυτών της Φλώρινας, μπορούν, χωρίς ατέρμονες συζητήσεις, να προσδιοριστούν στην βάση αυτών που λειτουργούν σήμερα στο ΤΕΙ, μετά από τον απαραίτητο, και εν πολλοίς προφανή, εξορθολογισμό των ήδη λειτουργούντων τμημάτων.
Η παθητική ή «ενεργητική» εμμονή στην υπάρχουσα κατάσταση, μπορεί νομοτελειακά να οδηγήσει σε κλείσιμο του Πανεπιστημίου, προοδευτικά δε σε πιθανή υποβάθμιση του ΤΕΙ.
Θέλουμε μια τέτοια εξέλιξη; Αν αυτό είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας, ας γίνει, αφού τα ιδρύματα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά υπάρχουν για να υπηρετούν πολυδιάστατα τις ανάγκες της κοινωνίας. Είναι όμως;
Το ερώτημα κατά συνέπεια για την περιοχή, συμβατό με τα σημερινά και όχι μόνο δεδομένα της χώρας, είναι σαφές και συγκεκριμένο: θα επιδιώξει ένα ενιαίο Πανεπιστημιακό Ίδρυμα, ισχυρό και άρα βιώσιμο και ανταγωνιστικό, (που, όπως προσπάθησα να καταδείξω, μπορεί άμεσα να υπάρξει μέσα από τη μετεξέλιξη του ΤΕΙ), ή θα «συμβιβάσει» τις «τριτοβάθμιες» ελπίδες της στην προοπτική του εξ ορισμού λιγότερο ελκυστικού ΤΕΙ;
Καίρια ζητήματα αντιμετωπίζονται, κατά την άποψη μας, με διάλογο ασφαλώς, αλλά και με αποφασιστικότητα από την πολιτεία, στο σωστό χρόνο και όχι με την παραπομπή τους στον ιστορικό χρόνο, εθελοτυφλώντας ότι θα τα λύσει η αγορά, οι εξελίξεις ή στο μέλλον οι αγωνιστικές διεκδικήσεις, για να χάσουμε τελικά το …χαμένο(;) τραίνο, προδιαγράφοντας ουσιαστικά τύπου τρόικας εξελίξεις.